βουγενης

βουγενης
    βουγενής
    βου-γενής
    v. l. βοηγενής 2
    порождаемый или порожденный быком или быками Emped., Plut., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βουγενης" в других словарях:

  • βουγενής — βουγενής, ές (Α) γεννημένος από αγελάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + γενής < γένος (πρβλ. αγενής, γηγενής, διογενής, ευγενής, συγγενής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βουγενής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενῆ — βουγενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βουγενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βουγενής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενεῖς — βουγενής masc/fem acc pl βουγενής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενέας — βουγενής masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενέες — βουγενής masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενέος — βουγενής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενέων — βουγενής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγενέως — βουγενής adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηγενής — βοηγενής, ές (Α) ο βουγενής* …   Dictionary of Greek

  • βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»